Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: σκότος
1 εγγραφή
σκότος το [skótos] Ο46α : (λόγ.) το σκοτάδι: ~ και έρεβος, βαθύ και απόλυτο σκοτάδι. (έκφρ.) ο άρχοντας του σκότους, ο Διάβολος, σε αντίθεση προς το φως του Θεού.

[λόγ. < αρχ. σκότος ὁ, τό]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες