Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: σκόρπαινα
1 εγγραφή
σκόρπαινα η [skórpena] Ο27 & σκορπίνα η [skorpína] Ο26 : είδος ψαριού με αγκαθωτά πτερύγια και πολύ νόστιμο κρέας.

[ελνστ. σκόρπαινα· σκορπ(ιός) -ίνα]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες