Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: σκόπελος
1 εγγραφή
σκόπελος ο [skópelos] Ο19 : 1. βράχος που μόλις εξέχει λίγο από την επιφάνεια της θάλασσας. 2. (μτφ.) σοβαρό εμπόδιο: Ξεπέρασαν / παρέκαμψαν το σκόπελο της λογοκρισίας. Ο κυριότερος ~ για τις διαπραγματεύσεις είναι η αδιαλλαξία της άλλης πλευράς.

[λόγ. < αρχ. σκόπελος `κορφή βράχου΄]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες