Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: σκωρίαση
1 εγγραφή
σκωρίαση η [skoríasi] Ο33 : αρρώστια των φυτών.

[λόγ. < ελνστ. σκωρια- (σκωριάζω δες στο σκουριάζω) -σις > -ση μτφρδ. αγγλ.(;) scoria (< αρχ. σκωρία = σκουριά)]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες