Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: σκυφτός
1 εγγραφή
σκυφτός -ή -ό [skiftós] Ε1 : για κπ. που το σώμα του έχει πάρει μια κλίση προς τα εμπρός και κάτω: Περπατούσε ~. ~ από τα χρόνια / από τα γηρατειά. || σκυμμένος: Mε άκουγε με σκυφτό το κεφάλι. Mέρα νύχτα σκυφτή στο εργόχειρο. σκυφτά ΕΠIΡΡ.

[σκυπ- (σκύβω) -τός με ανομ. τρόπου άρθρ. [pt > ft] ]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες