Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- σκυλόψαρο το [skilópsaro] Ο41 : ονομασία ορισμένων ειδών καρχαρία που δεν είναι πολύ μεγάλοι σε μέγεθος.
[μσν. *σκυλόψαρον (πρβ. μσν. σκυλόψαρος) < σκυλο- + ψάρ(ι) -ον]