Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: σκούπα
1 εγγραφή
σκούπα η [skúpa] Ο25 : εργαλείο του νοικοκυριού, συνήθ. με μακρύ χέρι και θυσανωτή άκρη, με το οποίο απομακρύνουμε από το πάτωμα σκόνες, σκουπίδια κτλ. || Hλεκτρική ~, συσκευή με αντίστοιχη λειτουργία. || Tα μαλλιά της είναι σαν ~, ίσια, πυκνά και άγρια. ΦΡ (λέω) όσα σέρνει η ~, βρίζω πολύ. θα βάλω τη ~ μου να κλαίει, για δήλωση πλήρους αδιαφορίας. θα μπει ~!, για εκκαθάριση, για απομάκρυνση ατόμων που θεωρούνται άχρηστα. σκουπάκι το YΠΟKΟΡ.

[μσν. σκούπα < λατ. scopa ( [o > u] από επίδρ. του υπερ. [k] και του χειλ. [p] )]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες