Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: σκούδο
1 εγγραφή
σκούδο το [skúδo] Ο39 : παλιό γαλλικό και ιταλικό νόμισμα· (πρβ. εσκού δο).

[μσν. σκούδο < βεν. scudo (αρχική σημ.: `ασπίδα΄, επειδή απεικόνιζε ασπίδα)]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες