Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- σκούδο το [skúδo] Ο39 : παλιό γαλλικό και ιταλικό νόμισμα· (πρβ. εσκού δο).
[μσν. σκούδο < βεν. scudo (αρχική σημ.: `ασπίδα΄, επειδή απεικόνιζε ασπίδα)]
Ένα εγχείρημα του Κέντρου Ελληνικής Γλώσσας για την υποστήριξη της ελληνικής γλώσσας στη διαχρονία της: αρχαία ελληνική, μεσαιωνική ελληνική, νέα ελληνική αλλά και στη συγχρονική της διάσταση.
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[μσν. σκούδο < βεν. scudo (αρχική σημ.: `ασπίδα΄, επειδή απεικόνιζε ασπίδα)]
© 2006 - 2008 Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας | Δικαίωμα Πνευματικής Ιδιοκτησίας | Όροι Χρήσης |