Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: σκουντάω
1 εγγραφή
σκουντώ [skundó] & -άω, -ιέμαι Ρ10.2 : 1. σπρώχνω ελαφρά κπ. ή κτ. με το σώμα μου: Mε σκούντηξε με τον αγκώνα. Aκολουθούσαν σκουντώντας ο ένας τον άλλο. Mε σκούντηξε ελαφρά και μου ψιθύρισε. Οπισθοχώρησα, σκούντηξα την πόρτα με την πλάτη μου και βγήκα. 2. (μτφ., οικ.) παροτρύνω κπ. πιεστικά, πιέζω κπ. να κάνει κτ.: Πρέπει να τον σκουντήξεις για να διαβάσει / για να αποφασίσει να βγει έξω.

[μσν. κουντώ (ανάπτ. προτακτ. [s] ίσως από συμπροφ. με την αντων. τους, τις και ανασυλλ. [tus-ku > tusku > tus-sku] ] ) ίσως < αρχ. κοντ(ός) `πάσσαλος΄ ( [o > u] από επίδρ. του υπερ. [k] )]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες