Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- σκουληκιάζω [skulikázo] Ρ2.1α μππ. σκουληκιασμένος : (οικ.) γεμίζω σκουλήκια, βγάζω σκουλήκια: Σκουλήκιασε το κρέας. Σκουληκιασμένα φρούτα.
[μσν. σκωληκιάζω ( [o > u] κατά το σκωλήκι > σκουλήκι) < ελνστ. σκωληκι(ῶ) μεταπλ. -άζω με βάση το συνοπτ. θ. σκωληκιασ-]