Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: σκοταδισμός
1 εγγραφή
σκοταδισμός ο [skotaδizmós] Ο17 : μειωτικός χαρακτηρισμός μιας θεωρίας και μιας πρακτικής, που αντιτίθεται στην εξάπλωση σε όλες τις κοινωνικές τάξεις των επιστημονικών γνώσεων και της ορθολογιστικής στάσης που απαιτούν: Mεσαιωνικός ~. || υπερβολικός συντηρητισμός.

[λόγ. σκοτάδ(ι) -ισμός μτφρδ. γαλλ. obscurantisme (-isme = -ισμός)]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες