Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: σκοταδερός
1 εγγραφή
σκοταδερός -ή -ό [skotaδerós] Ε1 : (λογοτ., λαϊκότρ.) σκοτεινός.

[σκοτάδ(ι) -ερός]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες