Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: σκοτίδιασμα
1 εγγραφή
σκοτίδιασμα το [skotíδjazma] Ο49 : (λαϊκότρ.) σκοτείνιασμα.

[σκοτιδιασ- (σκοτιδιάζω) -μα]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες