Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: σκορποχώρι
1 εγγραφή
σκορποχώρι το [skorpoxóri] Ο44 : (προφ.) για οργανωμένη ομάδα ανθρώπων ή ζώων που διαλύθηκαν εντελώς, που διασκορπίστηκαν: H οικογένειά μας έγινε ~. Tο κόμμα έγινε ~.

[σκόρπ(ιος) -ο- + χωρ(ιό) -ι]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες