Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: σκορδόπιστος
1 εγγραφή
σκορδόπιστη η [skorδópisti] Ο32 αρσ. σκορδόπιστος [skorδópistos] Ο20 : (λαϊκ.) για ερωμένη που δεν είναι και τόσο πιστή, που δεν μπορείς να της έχεις απόλυτη εμπιστοσύνη.

[σκόρδ(ο) -ο- + πιστ(ός) -η· σκορδόπι στ(η) -ος]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες