Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: σκοποβολή
1 εγγραφή
σκοποβολή η [skopovolí] Ο29 : η βολή με φορητό πυροβόλο όπλο εναντίον ενός στόχου: Aσκήσεις σκοποβολής.

[λόγ. σκοπ(ός) 1 -ο- + βολή]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες