Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: σκολόπενδρα
1 εγγραφή
σκολόπεντρα η [skolópendra] & (λόγ.) σκολόπενδρα η [skolópenδra] Ο27 : η σαρανταποδαρούσα.

[-νδρ-: λόγ. < αρχ. σκολόπενδρα (προφ. [nd] )· -ντρ-: προσαρμ. στη δημοτ.]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες