Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: σκνίπα
1 εγγραφή
σκνίπα η [sknípa] Ο25 : είδος μικρού εντόμου που μοιάζει με το κουνούπι. ΦΡ γίνομαι / είμαι ~ (στο μεθύσι), για άνθρωπο πολύ μεθυσμένο.

[αρχ. σκνίψ ὁ, αιτ. σκνίπα μεταπλ. σε θηλ. με βάση την αιτ. και τον πληθ. ίσως κατά το μύγα]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες