Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: σκληριά
1 εγγραφή
σκληριά η [sklirjá] Ο24 : (λαϊκότρ.) δυνατή και διαπεραστική φωνή· τσιρίδα.

[σκληρ(ίζω) -ιά]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες