Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: σκληρίζω
1 εγγραφή
σκληρίζω [sklirízo] Ρ2.1α : (λαϊκότρ.) βγάζω δυνατές και διαπεραστικές φωνές· τσιρίζω: Άρχισε να σκληρίζει από το φόβο της. Tα παιδιά έτρεχαν σκληρίζοντας.

[ίσως στριγκλίζω παρετυμ. σκληρός]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες