Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: σκλαβιά
1 εγγραφή
σκλαβιά η [sklavjá] Ο24 : 1. συναισθηματικά φορτισμένη λέξη για την υποδούλωση. 2. (μτφ.) δέσμευση που έχει χαρακτήρα ηθικό, νομικό κτλ. και η οποία θεωρείται αβάσταχτη, αφόρητη: H παντρειά είναι για ορισμένους ~.

[μσν. σκλαβιά < σκλαβ(ος) -ιά]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες