Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: σκλήθρο
1 εγγραφή
σκλήθρο το [sklíθro] Ο39 & σκλήθρος ο [sklíθros] Ο18 : ΣYN σκλήθρα. 1. είδος δέντρου που ευδοκιμεί σε παραποτάμια μέρη, αναπτύσσεται πολύ γρήγορα και φτάνει σε μεγάλο ύψος. || η ξυλεία που παράγεται από το παραπάνω δέντρο. 2. πολύ μικρά κομματάκια ξύλου που σκίζονται από το βασικό κορμό κατά το πελέκημα.

[ο σκλ-: ελνστ. κλῆθρος (αρχ. κλῆθρα ἡ, δες σκλήθρα) με ανάπτ. προτακτ. [s] από συμπροφ. με το άρθρο στην αιτ. πληθ. και ανασυλλ. [tus-kl > tuskl > tus-skl] · το σκλ-: μεταπλ. σε ουδ. με βάση την αιτ.]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες