Dictionary of Standard Modern Greek

Go

Search options

Basket

Results for: σκλήθρα
1 item total
σκλήθρα η [sklíθra] & κλήθρα η [klíθra] Ο25 : το σκλήθρο.

[αρχ. κλήθρα και με ανάπτ. προτακτ. [s] από συμπροφ. με το άρθρο στη γεν. εν. και αιτ. πληθ. και ανασυλλ. [tis-kl > tiskl > tis-skl] ]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go