Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: σκιτζίδικος
1 εγγραφή
σκιτζίδικος -η -ο [skidzíδikos] Ε5 : (προφ.) που γίνεται με τρόπο αδέξιο, που ταιριάζει σε σκιτζή: Σκιτζίδικη δουλειά.

[σκιτζ(ής) -ίδικος]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες