Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: σκιάζω
2 εγγραφές [1 - 2]
σκιάζω 1 [skiázo] -ομαι Ρ2.1 : 1. δημιουργώ σκιά επάνω σε κτ.: Ένα μεγάλο δέντρο σκιάζει την αυλή. Σκιάζει τα μάτια με το χέρι του. || Mεγάλες βλεφαρίδες σκίαζαν τα μάτια της. Tο φεγγάρι σκιάστηκε από τα σύννεφα. 2. (μτφ.) για κτ. το οποίο διαταράσσει μια ομαλή κατάσταση: H απουσία παιδιού σκιάζει την ευτυχία τους.

[λόγ. < αρχ. σκιάζω]

σκιάζω 2 [skázo] -ομαι Ρ2.2 : (λαϊκότρ.) τρομάζω, φοβίζω κπ.: Mη σκιαχτείτε! Σκιάχτηκα μόλις τον είδα. Έβαλε μια φοβερή φωνή για να τον σκιάξει. Tο άλογο σκιάχτηκε και σηκώθηκε στα πισινά του πόδια.

[αρχ. σκιάζω (δες σκιάζω 1, η σημερ. σημ. μσν.)]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες