Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: σκηνογραφία
1 εγγραφή
σκηνογραφία η [skinoγrafía] Ο25 : 1. η τέχνη η οποία, με ζωγραφισμένες επιφάνειες ή πλαστικούς όγκους, δημιουργεί το σκηνικό χώρο στον οποίο εκτυλίσσεται η θεατρική δράση: Σπουδάζει ~. 2. ο σκηνικός διάκοσμος, το σκηνικό. || Tο τοπίο ήταν σαν ~, για κτ. τόσο όμορφο και άψογο που μοιάζει ψεύτικο.

[λόγ. < αρχ. σκηνογραφία `διάκοσμος σκηνής 1΄ & σημδ. γαλλ. scénographie < λατ. scaenographia < αρχ. σκηνογραφία]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες