Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- σκεύασμα το [skévazma] Ο49 : παρασκεύασμα: Φαρμακευτικά σκευάσματα.
[λόγ. < ελνστ. σκεύασμα `παρασκεύασμα φαγητού΄ κατά τη σημ. του παρασκεύασμα]
Ένα εγχείρημα του Κέντρου Ελληνικής Γλώσσας για την υποστήριξη της ελληνικής γλώσσας στη διαχρονία της: αρχαία ελληνική, μεσαιωνική ελληνική, νέα ελληνική αλλά και στη συγχρονική της διάσταση.
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[λόγ. < ελνστ. σκεύασμα `παρασκεύασμα φαγητού΄ κατά τη σημ. του παρασκεύασμα]
© 2006 - 2008 Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας | Δικαίωμα Πνευματικής Ιδιοκτησίας | Όροι Χρήσης |