Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: σκαφίδι
1 εγγραφή
σκαφίδι το [skafíδi] Ο44 : (λαϊκότρ.) η σκάφη.

[ελνστ. σκαφίδιον υποκορ. του αρχ. σκάφη]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες