Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: σκατώνω
1 εγγραφή
σκατώνω [skatóno] -ομαι Ρ1 : (χυδ.) λερώνω κπ. ή κτ. με περιττώματα, κυρίως στη ΦΡ τα ~, μπερδεύω τα δεδομένα, το σωστό με το λάθος, έτσι ώστε οδηγούμαι σε πλήρη αποτυχία· ΣYN ΦΡ τα θαλασσώνω.

[μσν. σκατώνω < σκατ(ά) -ώνω]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες