Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: σκατι
3 εγγραφές [1 - 3]
σκατής -ιά -ί [skatís] Ε8 : (χυδ.) που έχει το χρώμα που έχουν τα σκατά, συνήθ. ως μειωτικός χαρακτηρισμός. || (ως ουσ.) το σκατί, το σκατί χρώμα.

[σκατ(ό) -ής]

σκατιάρης -α -ικο [skatxáris] Ε9 : (προφ.) συνήθ. για μικρό παιδί που κάνει τα κακά επάνω του, συχνά χαϊδευτικά. || (ως ουσ.).

[σκατ(ό) -ιάρης]

σκατίλα η [skatíla] Ο25α : (χυδ.) η δυσοσμία των κοπράνων.

[σκατ(ό) -ίλα]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες