Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: σκαρί
3 εγγραφές [1 - 3]
σκαρί το [skarí] Ο43 : 1. ο ξύλινος σκελετός της ναυπηγικής κλίνης, επάνω στον οποίο στηρίζεται το καράβι όταν ναυπηγείται ή επισκευάζεται· εσχάρα. ΦΡ έχω κτ. στα σκαριά ή είναι / βρίσκεται κτ. στα σκαριά, για κτ. που σχεδιάζεται, προγραμματίζεται, καταστρώνεται και του οποίου έχει αρχίσει η πραγματοποίηση: Έχει μια καινούρια δουλειά στα σκαριά. Έχουνε τρία παιδιά και το τέταρτο είναι στα σκαριά. 2α. ο σκελετός του καραβιού: Aπόμεινε μονάχα το ~. || (επέκτ.) το σκάφος: Γερό / ωραίο ~. β. (μτφ.) η σωματική διάπλαση: Έχουν το ίδιο ~ πατέρας και γιος. ΦΡ γερό ~, γερή κράση, γερός οργανισμός.

[μσν. σκαρίον < σχαρίον με ανομ. τρόπου άρθρ. [sx > sk] < ελνστ. ἐσχάριον, ἐσχαρεῖον `πλατφόρμα΄ υποκορ. του αρχ. ἐσχάρα (δες στο σκάρα 2)]

σκαρίζω [skarízo] Ρ2.1α : (λαϊκότρ.) α. (για πρόβατα ή κότες) βόσκω, ψάχνω για τροφή. β. οδηγώ κοπάδι στη βοσκή.

[ελνστ. σκαρίζω `αναπηδώ΄]

σκαρίφημα το [skarífima] Ο49 : 1. το αρχικό πρόχειρο και γρήγορο σχεδίασμα με το οποίο ένας καλλιτέχνης αποδίδει ένα συγκεκριμένο θέμα, για να το δουλέψει αργότερα· (πρβ. σκίτσο). 2. η πρώτη ιδέα ενός λογοτεχνικού έργου, η πρόχειρη καταγραφή των κυριότερων στοιχείων του· σχεδίασμα: Tο ~ ενός ποιήματος / ενός μυθιστορήματος.

[λόγ. < ελνστ. σκαρίφημα]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες