Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: σκαπτικός
1 εγγραφή
σκαπτικός -ή -ό [skaptikós] Ε1 : που έχει σχέση με το σκάψιμο ή που χρησιμοποιείται για σκάψιμο: Σκαπτικές εργασίες. Σκαπτικά εργαλεία / μηχανήματα. || (ως ουσ., λόγ.) τα σκαπτικά, τα σκαφτικά, η αμοιβή για το σκάψιμο.

[λόγ. σκάπ(τω) -τικός]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες