Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: σκαμπιλίζω
1 εγγραφή
σκαμπιλίζω [skabilízo] -ομαι Ρ2.1 : δίνω σκαμπίλι 1 ή σκαμπίλια· χαστουκίζω, μπατσίζω.

[σκαμπίλ(ι) 1 -ίζω]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες