Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: σκακιέρα
1 εγγραφή
σκακιέρα η [skakéra] Ο25α : 1. ο άβακας του σκακιού. 2. (μτφ.) πεδίο σκληρού ανταγωνισμού: Στη διεθνή ~ παίζονται οι τύχες των μικρών και ανίσχυρων κρατών.

[ιταλ. scacchiera]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες