Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- σκήπτρο το [skíptro] Ο39 : κοντή ράβδος ως σύμβολο βασιλικής εξουσίας. ΦΡ κρατώ / κατέχω τα σκήπτρα, για κπ. ή για κτ. που έχει την απόλυτη υπεροχή ανάμεσα σε ομοίους του: Tο Παρίσι κρατάει τα σκήπτρα στον τομέα της μόδας.
[λόγ. < αρχ. σκῆπτρον]