Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- σκάντζα η [skándza] Ο25α : αλλαγή, αντικατάσταση. (έκφρ.) ~ βάρδια, αλλαγή βάρδιας, αλλαγή σκοπιάς.
[βεν. scangia]
- σκαντζάρω [skandzáro] Ρ6α : αλλάζω βάρδια, σκοπιά με κπ. άλλο.
[βεν. scangiar -ω]