Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
| 1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- σκάνερ το [skáner] Ο (άκλ.) : (πληροφ.) μηχάνημα που μεταφέρει στον ηλεκτρονικό υπολογιστή εικόνες ή κείμενα και δίνει με αυτόν τον τρόπο στο χρήστη τη δυνατότητα να τα επεξεργαστεί: ~ χειρός. Επιτραπέζιο ~.
[λόγ. < αγγλ. scanner]



