Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: σκάλωμα
1 εγγραφή
σκάλωμα το [skáloma] Ο49 : η ενέργεια ή το αποτέλεσμα του σκαλώνω.

[σκαλώ(νω) -μα (πρβ. μσν. σκάλωμα `όχθη΄)]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες