Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: σιφώνιο
1 εγγραφή
σιφώνιο το [sifónio] Ο42 : (χημ.) όργανο που χρησιμοποιείται για την άντληση μικρών ποσοτήτων υγρού σε χημικά εργαστήρια.

[λόγ. < ελνστ. σιφώνιον υποκορ. του αρχ. σίφων]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες