Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: σιτάρ
8 εγγραφές [1 - 8]
σιτάρ το [sitár] Ο (άκλ.) : έγχορδο ινδικό όργανο.

[λόγ. < γαλλ. sitar (από τα ινδ.)]

σιταρένιος -α -ο [sitarénos] & σταρένιος -α -ο [starénos] Ε4 : που είναι παρασκευασμένος από σιτάλευρο: Σιταρένιο ψωμί. Σιταρένια παξιμάδια.

[μσν. σιταρένιος < σιτάρ(ι) -ένιος· συγκ. του άτ. [i] κατά το σιτάρι > στάρι]

σιταρήθρα η [sitaríθra] Ο25 : (λαϊκότρ.) είδος κορυδαλλού.

[σιτάρ(ι) -ήθρα]

σιτάρι το [sitári] & στάρι το [stári] Ο44 : μονοετές φυτό, το κυριότερο από τα δημητριακά: Xωράφια με ~. || ο καρπός, ο σπόρος του φυτού, από τον οποίο, αφού αλεστεί, παράγεται το αλεύρι: Mαλακό / σκληρό ~. Ένα τσουβάλι ~. Aποθήκη σταριού. ΦΡ ξεχωρίζω την ήρα* από το ~ / ξεχώρισε η ήρα από το ~.

[μσν. σιτάρι < ελνστ. σιτάριον υποκορ. του αρχ. σῖτος· συγκ. του άτ. [i] ]

σιτάρκεια η [sitárkia] Ο27 : η επάρκεια μιας χώρας σε σιτηρά· η επαρκής παραγωγή σιτηρών, που καλύπτει τις ανάγκες του πληθυσμού.

[λόγ. σιτ(ο)- + αρκ(ώ) -εια κατά το σχ.: επαρκώ - επάρκεια]

σιταρο- [sitaro] & σιταρό- [sitaró], όταν κατά τη σύνθεση ο τόνος ανεβαίνει στο α' συνθετικό & (προφ.) σταρο- [staro] ή σταρό- [staró], όταν κατά τη σύνθεση ο τόνος ανεβαίνει στο α' συνθετικό : α' συνθετικό σε σύνθετες λέξεις· δηλώνει ότι αυτό που εκφράζει το β' συνθετικό αναφέρεται στο σιτάρι· (πρβ. σιτο-): σιταρόσπορος και σταρόσπορος, ~χώραφο και σταροχώραφο· σιταρόψειρα.

[μσν. σιταρο- θ. του ουσ. σιτάρ(ι) -ο- ως α' συνθ.: μσν. σιταρό-κοκκον `σπυρί σιτάρι΄, σιταρο-μάγαζο `σιταποθήκη΄· θ. του ουσ. στάρ(ι) -ο-]

σιταρόσπορος ο [sitarósporos] Ο20 : ο σπόρος, ο καρπός του σιταριού.

[μσν. *σιταρόσπορος (πρβ. μσν. σιταρόσπορον) < σιταρο- + σπόρος]

σιταροχώραφο το [sitaroxórafo] & σταροχώραφο το [staroxórafo] Ο41 : χωράφι σπαρμένο με σιτάρι.

[σιταρο-, σταρο- + χωράφ(ι) -ο]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες