Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: σινιόν
1 εγγραφή
σινιόν το [sinón] Ο (άκλ.) : είδος κότσου στα μαλλιά των γυναικών.

[λόγ. < γαλλ. chignon]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες