Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: σινέραμα
1 εγγραφή
σινέραμα το [sinérama] Ο (άκλ.) : μέθοδος προβολής και λήψης μιας κινηματογραφικής ταινίας με τέτοιον τρόπο, ώστε να δίνεται στο θεατή η εντύπωση του ανάγλυφου και να αυξάνεται το οπτικό πεδίο της σκηνής.

[λόγ. < γαλλ. Cinérama σήμα κατατ. < ciné(ma) (δες σινεμά) + -rama κατά το panorama = πανόραμα]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες