Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- σινέραμα το [sinérama] Ο (άκλ.) : μέθοδος προβολής και λήψης μιας κινηματογραφικής ταινίας με τέτοιον τρόπο, ώστε να δίνεται στο θεατή η εντύπωση του ανάγλυφου και να αυξάνεται το οπτικό πεδίο της σκηνής.
[λόγ. < γαλλ. Cinérama σήμα κατατ. < ciné(ma) (δες σινεμά) + -rama κατά το panorama = πανόραμα]