Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- σιμούν ο [simún] Ο (άκλ.) : ισχυρός άνεμος των ασιατικών και αφρικανικών ερήμων: ~, ο δυνατός άνεμος της Σαχάρας.
[λόγ. < γαλλ. simoun < αγγλ. simoon < αραβ. samūn]