Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: σιμιγδάλι
1 εγγραφή
σιμιγδάλι το [simiγδáli] Ο44 : αλεύρι εκλεκτής ποιότητας από σκληρό σιτάρι.

[μσν. σιμιγδάλι < ελνστ. σεμιδάλιν (το [γ] από επίδρ. του αμύγδαλο) με τροπή [se > si] < σεμιδάλιον υποκορ. του αρχ. σεμίδαλις `ψιλοκοσκινισμένο αλεύρι από σιτάρι΄]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες