Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- σιλικονάτος -η -ο [silikonátos] Ε3 : (προφ., μειωτ.) για γυναίκα που έχει μεγαλώσει το στήθος της με πλαστική εγχείρηση κατά την οποία της τοποθετήθηκε σιλικόνη.
[σιλικόν(η) -άτος]