Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: σιλικονάτος
1 εγγραφή
σιλικονάτος -η -ο [silikonátos] Ε3 : (προφ., μειωτ.) για γυναίκα που έχει μεγαλώσει το στήθος της με πλαστική εγχείρηση κατά την οποία της τοποθετήθηκε σιλικόνη.

[σιλικόν(η) -άτος]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες