Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: σιλανσιέ
1 εγγραφή
σιλανσιέ το [silansxé] Ο (άκλ.) : ο σιγαστήρας.

[λόγ. < γαλλ. silencieux]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες