Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: σικέ
2 εγγραφές [1 - 2]
σικέ [siké] Ε (άκλ.) : (προφ., λαϊκ.) του οποίου το αποτέλεσμα, η κατάληξη έχει αποφασιστεί και συμφωνηθεί από πριν· στημένος: ~ αγώνας. ~ συζήτηση.

[λόγ. < γαλλ. chiqué `επιτήδευση, μπλόφα΄]

σικελικός -ή -ό [sikelikós] Ε1 : που ανήκει ή που αναφέρεται στη Σικελία: Σικελικές πόλεις. ~ πόλεμος. Σικελική εκστρατεία.

[λόγ. < αρχ. Σικελικός]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες