Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: σικάτος
1 εγγραφή
σικάτος -η -ο [sikátos] Ε3 : (οικ.) κομψός, καλαίσθητος· σικ: Σικάτη κυρία. Σικάτη εμφάνιση.

[σικ -άτος]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες