Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- σιδηροπαγής -ής -ές [siδiropajís] Ε10 : (τεχν.) σιδηροπαγές σκυρόδεμα, το μπετόν αρμέ.
[λόγ. σιδηρο- + αρχ. -παγής (θ. του αρχ. πήγνυμι `στερεώνω΄, δες στο πήζω) κατά το συμπαγής]