Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: σιδηροδρομικός
1 εγγραφή
σιδηροδρομικός -ή -ό [siδiroδromikós] Ε1 : που αναφέρεται, που έχει σχέ ση με το σιδηρόδρομο, που γίνεται με ή από αυτόν: Σιδηροδρομική γραμ μή. Σιδηροδρομικό όχημα. ~ σταθμός. Σιδηροδρομικές μεταφορές. Σιδηροδρομικό ταξίδι / εισιτήριο. Σιδηροδρομικό δυστύχημα. || (ως ουσ.) ο σιδηροδρομικός, υπάλληλος ή εργάτης που υπηρετεί στους σιδηροδρόμους. σιδηροδρομικώς ΕΠIΡΡ με σιδηρόδρομο: H Aθήνα συνδέεται με τη Xαλκίδα οδικώς και ~.

[λόγ. σιδηρόδρομ(ος) -ικός· λόγ. σιδηροδρομικ(ός) -ώς]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες